Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑστέρῳ ποδί

См. также в других словарях:

  • μένω — έμεινα 1. στέκω στην ίδια θέση ή κατάσταση: Έμεινε ακίνητος από το φόβο του. 2. κατοικώ, διαμένω, παραμένω: Έμεινε δυο χρόνια στη Γαλλία. 3. επιβιώνω, απομένω, διασώζομαι: Δε μένει τίποτε από το μισθό μου. 4. βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»